Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Ιστορίες από την προσφυγιά:


Από τον πατέρα μου: (πρόσφυγας από την Κυθρέα)

“Μια μέρα, ο πατέρας μου ξεκίνησε να πάει στη Λευκωσία για να μου πάρει ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά μου. Όταν έφτασε στη Λευκωσία υπήρχε αναταραχή και τότε είναι που έγινε το πραξικόπημα. Τα καταστήματα είχαν κλείσει και στους δρόμους κυκλοφορούσαν στρατιώτες. Τα αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν  ελεύθερα στους δρόμους της Λευκωσίας αφού είχαν αποκοπεί. Ο πατέρας μου έμεινε όλη τη νύχτα μέσα στο αυτοκίνητο, κάτω από κάποια δέντρα. Το επόμενο πρωί, οι δρόμοι άνοιξαν και έτσι μπόρεσε να επιστρέψει πίσω στην Κυθρέα, χωρίς, όμως, το ποδήλατο”.

“Γύρω στις πέντε το πρωί, όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτοι πυροβολισμοί, πήραμε ότι βρήκαμε μπροστά μας και φύγαμε. Εγώ πήρα μαζί μου μια μικρή τσάντα που περιείχε αρκετές οικογενειακές φωτογραφίες τις οποίες έφερα. Αυτές οι φωτογραφίες αποτελούν την καλύτερη ανάμνηση της οικογένειάς μου πριν την εισβολή. Ως παιδί που ήμουν, ήθελα να πάρω και μερικά παιχνίδια μαζί μου, αλλά η μητέρα μου, μου είπε να μην τα πάρω, αφού το μικρό αυτοκίνητο που είχαμε δεν χώραγε άλλα πράγματα”.



Από την γιαγιά μου: (πρόσφυγας από την Κυθρέα)



“ Νωρίς το πρωί, γύρω στις πέντε τα ξημερώματα, μαζέψαμε λίγα ρούχα μη ξέροντας  τι να πάρουμε και φύγαμε. Έξω βλέπαμε πολλά αεροπλάνα, καπνούς και πυροβολισμούς. Ο δρόμος ήταν γεμάτος με

Οικογενειακά κειμήλια από την Αυλώνα


Τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο…



Η γιαγιά και ο παππούς μου έζησαν τον πόλεμο, όταν ο θείος μου ήταν νεογέννητος και  ο πατέρας μου πολύ μικρός για να καταλάβουν τι γινόταν.

Σηκώθηκαν στις 5.00 το πρωί από τους βομβαρδισμούς και πήραν μαζί τους ελάχιστα  πράγματα και λίγα χρήματα, για να μπορέσουν να ζήσουν, αφού πλέον θα ήταν πρόσφυγες. Μπήκαν στο αυτοκίνητό τους μαζί με την αδερφή της γιαγιάς μου και την ξαδέρφη του παππού μου και ξεκίνησαν, για να πάνε από την Κερύνεια στη Λευκωσία και να αναζητήσουν εκεί καταφύγιο. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, κτύπησαν την πόρτα του πρώτου σπιτιού που βρήκαν και ζήτησαν να μείνουν εκεί τη νύχτα. Οι ιδιοκτήτες  τους άφησαν να μείνουν προσωρινά, μέχρι να μπορέσουν  να βρουν ένα σπίτι. Ευτυχώς ο παππούς μου κατάφερε να βρει δουλειά και λίγο αργότερα μετακόμισαν. Σιγά-σιγά η ζωή τους άρχισε να μπαίνει σε σχεδόν κανονικούς ρυθμούς και η γιαγιά μου ξανάρχισε να δουλεύει σε σχολείο ως δασκάλα, ενώ ο παππούς μου στο δικαστήριο σαν Πρωτοκολλητής, όπως ήταν και πριν από τον πόλεμο.
Σούπασιη Γιολάντα  Β3


Λάρκανας Λαπήθου: 20 Ιουλίου 1974


Τράχωνας


Κατεχόμενη Χάρτζια

Αντικείμενα που έφερε η γιαγιά μου από την Χάρτζια
Τσιολή Γεωργία Γ3

Ποιήμα για την κατεχόμενη Κατωκοπιά



Κατωκοπιά μου όμορφη




Κατωκοπιά μου όμορφη
της Κύπρου μας στολίδι
χες τις πορτοκαλιές  είσαι
Χωσμένη ως τα χείλη!


Μεσ’ τα μικρά δρομάκιά  σου
θέλω να περπατήσω
και την εικόνα της Παναγιάς
θέλω να προσκυνήσω.




Αργυρώ Σταύρου Γ1
Μνήμες  Κατωκοπιάς  1974
του  Γιώργου  Κ.  Μιχαηλίδη
Η  καταστροφή  στη  Κατωκοπιά  συντελέστηκε  σε  λίγες  ώρες  τον  Αύγουστο  του  1974  μετά  από  αιώνες  δημιουργίας  και  πολιτισμού.  Νεκροί,  αγνοούμενοι,  πρόσφυγες,  θανόντες  στην  προσφυγιά…

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Τα κουπποσάνιδα από το Βαρώσι

Αντωνιάδης Αντώνιο Γ4

Πώς φύγαμε από τον Γερόλακκο


Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού  στον Γερόλακκο βρισκόταν σε ένα ύψωμα του χωριού από  όπου αγνάντευαν καθημερινά  τον Πενταδάκτυλο. Η μητέρα  μου συχνά μας διηγείται τις αναμνήσεις της από εκείνες τις μαύρες μέρες της εισβολής.
  «Δεν θα ξεχάσω», μας λέει, «ποτέ εκείνες τις στιγμές της εισβολής, γιατί, αν και μικρά παιδιά, βιώσαμε τον φόβο και την αγωνία του πολέμου. Ύστερα που μεγάλωσα κατάλαβα πολλά πράγματα.»
 Στις 20 Ιουλίου του 1974 θυμάται η μητέρα μου ότι είχε πολλή κόσμο μαζεμένο στο σπίτι τους, κυρίως γυναίκες και παιδία,  γιατί οι άνδρες είχαν πάει να πολεμήσουν.
«Εκείνο που μου έχει μείνει έντονα χαραγμένο στη μνήμη μου είναι ο θόρυβος που έκαναν τα πολεμικά αεροπλάνα».
 Επειδή το αεροδρόμιο Λευκωσίας ήταν πολύ κοντά στο σπίτι της, τα αεροπλάνα πετούσαν αρκετά χαμηλά, για να κτυπήσουν το αεροδρόμιο. Ο θόρυβος ήταν τόσο δυνατός που έκλειναν τα αυτιά τους με τα χέρια τους και περίμενα πως από στιγμή σε στιγμή θα τους βομβάρδιζαν και αυτούς.  Αυτό  που της είχε κάνει εντύπωση ήταν η θέα των αλεξιπτωτιστών, που έπεφταν από τα τούρκικα αεροπλάνα. Έμοιαζαν  λες και  εκατοντάδες πουλιά πετούσαν στον ουρανό.

Η ιστορία του μικρού Κωνσταντίνου από τη Ζώδια


Πρώτα βήματα στη ζωή


Χριστούγεννα στην προσφυγιά


Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στολίζει ο θειος μου ο Γιάννης μαζί με άλλα παιδιά του προσφυγικού καταυλισμού Σταυρού. 
Το γυμνάσιο Σταυρού όπου φοιτώ σήμερα κτίστηκε πάνω σε αυτόν τον χώρο.

                                                                                                       Νικόλας Λοΐζου Β1
  




Η τουρκική εισβολή όπως τη βίωσαν ο παππούς και η γιαγιά μου



Η μοτοσικλέτα που έφερε ο παππούς μου μαζί του στις ελεύθερες περιοχές
Αρκετοί συμμαθητές μου, ανάμεσά τους  και εγώ,  καταγόμαστε  από κατεχόμενα χωριά της Κύπρου. Εγώ  συγκεκριμένα  κατάγομαι από το Πάνω  Δίκωμο, το χωριό  της γιαγιάς και του πάππου μου.  Η γιαγιά μου κάθε χρόνο, όταν πλησιάζει η μαύρη επέτειος της τουρκικής εισβολής, μου αφηγείται την ιδία ιστορία 

 Ήταν 2.00 το πρωί όταν  κτύπησε το κουδούνι του σπιτιού τους. Ήταν από την Εθνική Φρουρά  και καλούσαν  τον πάππου να παρουσιαστεί στο  φυλάκιο του Πάνω Δικώμου. Ο πάππους πήγε στο φυλάκιο αφήνοντας τη γιαγιά μονή σπίτι. Όταν ξημέρωσε,  η γιαγιά μου έφυγε από το Δίκωμο μαζί με τον πατέρα της και την τυφλή μητέρα της. Έφτασαν στη 
 Λευκωσία, αλλά δεν ήξεραν πού να περάσουν τη νύχτα. Κάποιοι συγχωριανοί τους  τους πήραν σε ένα μεγάλο χωράφι στην Άσσια. Εκεί  πέρασαν τρεις νύχτες μέσα σε κάτι μεγάλους σωλήνες και σκεπαζόντουσαν  με εφημερίδες.

Ο πάππους  είδε πολλούς φίλους να πεθαίνουν  στη μάχη,  αλλά το πιο άσχημο είναι ότι είδε τον μικρό του αδελφό να πεθαίνει από οβίδα των Τούρκων. 
Η γιαγιά μου φεύγοντας από το χωριό δεν πηρέ τίποτα  μαζί της,  παρά μόνο το κλειδί της πίσω πόρτας με την κρυφή ελπίδα ότι σε δυο τρεις μέρες θα επιστρέψουν πίσω. Ακόμα αυτή η ελπίδα κυριαρχεί το μυαλό της.

Νικόλας  Λοΐζου Β1