Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Πώς φύγαμε από τον Γερόλακκο


Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού  στον Γερόλακκο βρισκόταν σε ένα ύψωμα του χωριού από  όπου αγνάντευαν καθημερινά  τον Πενταδάκτυλο. Η μητέρα  μου συχνά μας διηγείται τις αναμνήσεις της από εκείνες τις μαύρες μέρες της εισβολής.
  «Δεν θα ξεχάσω», μας λέει, «ποτέ εκείνες τις στιγμές της εισβολής, γιατί, αν και μικρά παιδιά, βιώσαμε τον φόβο και την αγωνία του πολέμου. Ύστερα που μεγάλωσα κατάλαβα πολλά πράγματα.»
 Στις 20 Ιουλίου του 1974 θυμάται η μητέρα μου ότι είχε πολλή κόσμο μαζεμένο στο σπίτι τους, κυρίως γυναίκες και παιδία,  γιατί οι άνδρες είχαν πάει να πολεμήσουν.
«Εκείνο που μου έχει μείνει έντονα χαραγμένο στη μνήμη μου είναι ο θόρυβος που έκαναν τα πολεμικά αεροπλάνα».
 Επειδή το αεροδρόμιο Λευκωσίας ήταν πολύ κοντά στο σπίτι της, τα αεροπλάνα πετούσαν αρκετά χαμηλά, για να κτυπήσουν το αεροδρόμιο. Ο θόρυβος ήταν τόσο δυνατός που έκλειναν τα αυτιά τους με τα χέρια τους και περίμενα πως από στιγμή σε στιγμή θα τους βομβάρδιζαν και αυτούς.  Αυτό  που της είχε κάνει εντύπωση ήταν η θέα των αλεξιπτωτιστών, που έπεφταν από τα τούρκικα αεροπλάνα. Έμοιαζαν  λες και  εκατοντάδες πουλιά πετούσαν στον ουρανό.

Την άλλη μέρα το πρωί, επειδή ακουγόταν μεγάλη φασαρία κάτω στο χωριό, ο παππούς μου πήγε να δει τι γινόταν  και επέστρεψε με ένα τεράστιο φορτηγό. Έβαλε  όλη τη γειτονία μέσα,  για να φύγουν, αφού είχε φτάσει η πληροφορία πως οι Τούρκοι πλησίαζαν.
«Δεν θα ξεχάσω», μας εξιστορεί  και χαμογελά, «τόσοι πολλοί άνθρωποι  μπήκαν στο φορτηγό που καθόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο.  Πάνω στη μαμά μου καθόταν μια παχουλή κυρία, που την έλιωσε την καημένη μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους».
 Η αλήθεια είναι, ότι δεν ήξεραν που πήγαιναν. Απλά πήγαιναν όσο πιο μακριά γινόταν από το χωριό. Όταν ξημέρωσε για τα καλά,  έπρεπε να σταματήσουν, για να μην γίνουν στόχος για τα αεροπλάνα. Τελικά βρέθηκαν στην Ορούντα και εγκαταστάθηκαν σ’ ένα μισοτελειωμένο σπίτι.  Ο κόσμος του χωριού  ήταν πολύ φιλόξενος και τους έφερνε φαγητό και φρούτα.   Κοιμόντουσαν πολλοί μαζί στα μισοτελειωμένα δωμάτια και επικρατούσε αναστάτωση, φασαρία και ανησυχία για τους δικούς τους,  που ήταν ακόμα στον πόλεμο.
Αφού έμειναν αρκετές μέρες εκεί, η κάθε οικογένεια άρχισε να ψάχνει για σπίτι. Η οικογένεια της μητέρας μου φιλοξενήθηκε στην Αγλαντζιά από οικογενειακούς τους φίλους και  αργότερα κατέληξε στη Δευτερά, στο χωριό του παππού μου.
 Επειδή οι Τούρκοι δεν είχαν μπει στο χωριό αμέσως, πολλοί κάτοικοι κατάφεραν να πάρουν ορισμένα από τα έπιπλα τους, φωτογραφίες, χρυσαφικά και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.  Το ίδιο και οι παππούδες μου, ο οποίοι κατάφεραν να πάρουν κάποια από τα  έπιπλά τους. 
Μαρία Κακούρη   Α4


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου