Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Μιλώντας με τη γιαγιά μου από τον κατεχόμενο Άγιο Αμβρόσιο



Μιλώντας με τη γιαγιά μου από τον κατεχόμενο Άγιο Αμβρόσιο

 -Γιαγιά, θυμάσαι τι έγινε το 1974, όταν ήσουν στο χωριό σου;
-Θυμάμαι, βεβαίως θυμάμαι πώς μπορώ να ξεχάσω. Το χωριό μου, ο Άγιος Αμβρόσιος, ήταν ένα πανέμορφο χωριό μεταξύ βουνού και θάλασσας που απείχε 20 μίλια από την Επαρχία Κερύνεια. Τον Ιούλιο του 1974, εκείνο το καλοκαίρι που ποτέ δε θα φύγει από τη μνήμη μου, στις 5 το πρωί τα ξημερώματα, μας ξύπνησε ο θόρυβος από τις βόμβες των Τούρκων.

Δε φοβηθήκατε;
Πεταχτήκαμε έξω πανικοβλημένοι κοιτάζοντας προς την Κερύνεια. Μαύροι καπνοί και πύρινες φλόγες έφταναν τόσο ψηλά που δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Σε μερικά λεπτά ακούσαμε από το ραδιόφωνο που ανακοίνωνε ότι η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο μας. Καλούσαν όλους τους στρατεύσιμους άντρες να παρουσιαστούν στις μονάδες τους.

Πώς νιώσατε τότε γιαγιά;
Φόβος, κλάματα και πανικός κυριαρχούσαν παντού. Μέχρι τις 10 το πρωί, το χωριό μας γέμισε από Κερυνειώτες και από κατοίκους των γύρω χωριών, του Αγίου Επίκτητου, του Κάρμη, της Κλεπίνης. Έντρομοι οι άνθρωποι έτρεχαν να γλυτώσουν από τον βάρβαρο κατακτητή, που όλο και γέμιζε την ωραία πόλη. Έφυγαν με τα ρούχα που φορούσαν, αφήνοντας πίσω τους ότι είχαν και δεν είχαν: σπίτια, δουλειές, καταστήματα, επιχειρήσεις, προσωπικά αντικείμενα, ζώα. Εγκατέλειψαν τα σπίτια τους νομίζοντας ότι θα περάσει το κακό και θα γυρίσουν πίσω, όμως ακόμα περιμένουν.

Κάνατε κάτι εσείς γιαγιά για να βοηθήσετε τους ανθρώπους αυτούς;
Ο Άγιος Αμβρόσιος, Έλπη μου,  ήταν πολύ φιλόξενο χωριό και όλοι φώναζαν τους ανθρώπους στα σπίτια τους για ένα πιάτο φαί, για ένα μπάνιο και το κυριότερο για ένα καλό λόγο παρηγοριάς.

Μετά τι έγινε;
Την επόμενη μέρα άρχισαν τα Τούρκικα αεροπλάνα να πετούν πάνω από το χωριό σκορπίζοντας το φόβο και τον πανικό στους κατοίκους και κυρίως στα μικρά παιδιά. Έκλαιγαν και φώναζαν και οι μάνες προσπαθούσαν να τα καθησυχάσουν. Δε θα ξεχάσω ποτέ μου που όλοι οι χωριανοί έτρεχαν να κρυφτούν κάτω απ’ τα δέντρα, μέσα στα περβόλια λίγο έξω από το χωριό. Η μάνα μου μας έστειλε με το ζόρι να πάμε να κρυφτούμε και εκείνη έμεινε πίσω γιατί είχε ζυμώσει και έπρεπε να φουρνίσει. Με την καρδιά σφιγμένη, έμεινε και φούρνισε και ήρθε και μας βρήκε φέρνοντας μαζί της όλα τα ψωμιά και τα μοίρασε σε όλους. Μέχρι σήμερα,  όταν συναντιόμαστε με ανθρώπους που πέρασαν από το σπίτι μας, μας μιλούν και μας ευχαριστούν για την καλοσύνη που τους δείξαμε.

 Τα αδέρφια σου ο Παύλος και ο Κώστας, πήγαν στον στρατό γιαγιά;
Πήγαν ΄Ελπη μου και οι δύο φεύγοντας για τον πόλεμο μέσα στη φωτιά, να αντιμετωπίσουν τον Τούρκο εισβολέα. Για πολλές μέρες δεν είχαμε νέα τους. Η μάνα μου ήταν απαρηγόρητη όπως όλες οι μανάδες. Δόξα το Θεό που δεν χάσαμε τα αδέρφια μου. Δώδεκα αγνοούμενους έχει το χωριό μου, δώδεκα χαροκαμένες μάνες φεύγει μία μία με αυτόν τον καημό.

Τι έγινε μετά γιαγιά;
Ξεκίνησε η δεύτερη εισβολή, αναγκάζοντας και μας να εγκαταλείψουμε τη γη που μας γέννησε. Φύγαμε όλοι παίρνοντας μαζί μας ό,τι απαραίτητο. Ο πατέρας μου δεν δεχόταν με κανένα τρόπο να φύγει και έμεινε εγκλωβισμένος για τρεις μήνες, περνώντας βάσανα πολλά και τρώγοντας πολύ ξύλο. Όταν κατάφερε να έρθει να μας βρει, με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, μας τα διηγιόταν όλα με πόνο ψυχής.

Τι είναι αυτό που προσμένεις γιαγιά;
Προσεύχομαι να λειτουργηθώ ξανά στην εκκλησία του χωριού μου και να ξανακούσω τον ήχο της καμπάνας μας, που ήταν ο γλυκύτερος από όσους έχω ακούσει. Σαράντα χρόνια πέρασαν και προσμένω την πολυπόθητη εκείνη μέρα του γυρισμού, να γεμίσει ζωή το χωριό μας από τους δικούς του κατοίκους. Ο Θεός να κάνει το θαύμα του ΄Ελπη μου.


 Ιορδάνου Έλπης Γ4

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου